- συνοικειώνω
- συνοικειῶ, -όω, ΝΑεξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτιαρχ.1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.)2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω4. (γενικά) είμαι συναρμοσμένος με κάτι5. μέσ. συνοικειοῦμαι, -έομαιαστρολ. (για ουράνιο σώμα) είμαι στον ίδιο οίκο, στην ίδια θέση τού ζωδιακού κύκλου, με άλλον πλανήτη («συνοικειούμενος τῇ Σελήνη», Βέττ. Βάλ.)6. παθ. συνδέομαι με κάποιον με δεσμούς συγγένειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οἰκειῶ / -ώνω «συνάπτω, προσαρμόζω» (< οἰκεῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.